μπιρμπιλομάτης

μπιρμπιλομάτης
ceylan gözlü, guzel gözlü

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μπιρμπιλομάτης — α, ικο (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει μεγάλα, ζωηρά και παιχνιδιάρικα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπιρμπίλι (II) + μάτι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”